- ανέκφραστος
- inarticulate
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἀνέκφραστος — inexpressible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος … Dictionary of Greek
ανέκφραστος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος: Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη που καταντά ανέκφραστη. 2. αυτός που δεν έχει έκφραση, άτονος: Σ όλη τη διάρκεια της μεταξύ μας συζήτησης το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεκφράστως — ἀνέκφραστος inexpressible adverbial ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκφραστον — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc sg ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφράστου — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφράστους — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφράστων — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφράστῳ — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκφραστα — ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκφραστοι — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)